Κάποιες φορές ξυπνάς ένα πρωί, αφήνεις τα παιδιά σου στο σχολείο, πας στη δουλειά σου μ’έναν καφέ στο χέρι, χαιρετάς τους συναδέλφους σου, ξεκινάς τα καθημερινά σου. Νιώθεις μια ενόχληση, στην αρχή μικρή, ανεπαίσθητη, ανάξια λόγου και ανησυχίας. Γίνεται εντονότερη όσο τα λεπτά περνούν. Λες, δε θάναι τίποτα, και αυτό θα περάσει. Συνεχίζεις τα καθημερινά, κάνοντας πως δε συμβαίνει τίποτα,η δουλειά δεν μπορεί να περιμένει. Ώσπου ο πόνος σε λυγίζει, δεν αναπνέεις καλά,ζητάς βοήθεια, οι συνάδελφοι έρχονται δίπλα σου, ανήσυχοι φύλακες, κάτοικοι κι αυτοί ενός έρημου τόπου, αναλαμβάνουν τα διαδικαστικά. Σε βάζουν σ’ένα αμάξι, δε θυμάσαι ποιου και η διαδρομή είναι γνωστή. ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ. ΕΠΕΙΓΟΝΤΑ.
Σε περιμένουνε πρόσωπα γνωστά, που μέσα στους πόνους και στα μισόκλειστα μάτια σου, φαντάζουν τεράστιοι και αφήνεσαι στα χέρια τους. Δεν έχεις επιλογές άλλωστε. Όλα γίνονται γρήγορα, οι απαραίτητες πρώτες εξετάσεις, εμφανίζεται κάποιος που αποκαλούν με το μικρό του, ξέρεις όμως πως είναι χειρούργος, ο πόνος δυναμώνει, το περιστατικό είναι πράγματι ΕΠΕΙΓΟΝ. Έρχεται δεύτερος χειρούργος, συμφωνεί με τον πρώτο και ο αναισθησιολόγος αποφασίζει το είδος της αναισθησίας. Οι νοσοκόμες ανήσυχες αλλά χαμογελαστές –μη χάσεις και το κουράγιο σου ε?-, σε ανεβάζουν στο όροφο και σε ετοιμάζουν για το χειρουργείο. «Μη φοβάσαι, είμαστε όλοι ΕΔΩ» σκύβει στο αυτί σου ένας δικός σου άνθρωπος. Καθώς το φορείο τσουλάει μέσα έξω, τους βλέπεις όλους.
Αλήθεια είναι ΟΛΟΙ εκεί.
Σου μιλάνε γλυκά και υπομονετικά και συνεργάζεσαι, έτσι πρέπει άλλωστε. Σε λίγα λεπτά το μισό σου σώμα δεν το νιώθεις, ακούς όμως ήχους, βουητά από μηχανήματα, τις φωνές των ανθρώπων και αφήνεσαι, οι παλμοί σου γρηγορεύουν, μετά σταθεροποιούνται, μια νοσοκόμα σου κρατάει δίπλα το χέρι και το αφήνει μόνο για δευτερόλεπτα λέγοντας συγγνώμη, έρχομαι αμέσως. Την ρωτάς με το βλέμμα τι γίνεται, σε καθησυχάζει χαμογελαστή όσες φορές χρειαστεί. Περιμένεις και ο χρόνος μοιάζει απροσδιόριστος, σε δυο ώρες όλα τελειώνουν, θέλεις κάτι να πεις και λες αυτό που μάλλον δεν ταιριάζει, δεν είναι αλήθεια,»είστε ήρωες», «όχι, είμαστε επαγγελματίες, καλή μου».
Πρωταγωνιστές της ιστορίας αυτής πολλοί:
Αργυρώ, Ελένη, Μάνια, Γιάννης, Σταματίνα, Βαγγέλης, Τασία, Δημήτρης, Λεωνίδας, Χαφίζ, Βούλα, Μαρία, Σωτήρης...
Ανάμεσά τους και «κάτι συνδικαλιστές» που είναι πολύ ξεροκέφαλοι για να τα παρατήσουν, κι επιμένουν να κρατάνε το νοσοκομείο ανοιχτό και να σώζουν τις ζωές μας.
Ασθενής: εν δυνάμει όλοι εμείς.
Και ναι αδέρφια! Ήταν ΟΛΟΙ εκεί όχι επειδή έτυχε. Αλλά επειδή κάποιοι τα τελευταία χρόνια, χάνουν κομμάτια από την προσωπική τους ζωή για να γίνονται αγκάθι στον πισινό όλων όσων κλέβουν τις ζωές μας, στην κυριολεξία. Παρέα με «κάτι παλαβούς, γραφικούς, ξερόλες, συνδικαλιστές που δεν μπορούν κι αυτοί να βάλουν λίγο πλάτη».
Ευτυχώς που δεν βάζουν όλοι πλάτη.
Ευτυχώς που κάποιοι είναι πολύ πεισματάρηδες και αρνούνται να σκάσουν και να κάτσουν σε μια γωνιά.
Αφιερωμένο σε όλες και όλους αυτούς...